ἀποραφανίδωσις

ἀποραφανίδωσις
ἀποραφανίδωσις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποραφανίδωσις — ἀποραφανίδωσις, η (Α) εξευτελιστική τιμωρία των μοιχών με το να μπήγουν ραφανίδα στον πρωκτό τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”